top of page

Γιάνους Κόρτσακ: Αφοσιωμένος στην «υπόθεση του παιδιού»

 

 


 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

του Άγγελου Μιχαλόπουλου, ΠΕ 70

 

Με την ελληνική έκδοση του βιβλίου Αγαπώντας χωρίς αυταπάτες της Γερμανίδας Edith Biewend από τις εκδόσεις Επίκεντρο, συμπληρώνεται περαιτέρω, μετά τον Βασιλιά Ματία (1982) και Το δικαίωμα του παιδιού στον σεβασμό (2017), η εικόνα του αναγνώστη για τον Χένρι Γκόλντσμιτ ή καλύτερα τον Γιάνους Κόρτσακ, όπως έγινε γνωστός. Πρόκειται για τον Πολωνοεβραίο παιδίατρο, παιδαγωγό και συγγραφέα, που συνέδεσε το όνομά του με το κίνημα υπεράσπισης των δικαιωμάτων του παιδιού. Συνεπής σε όσα διακήρυττε,  ακολούθησε τα παιδιά του εβραϊκού ορφανοτροφείου της Βαρσοβίας που διηύθυνε, μέχρι το μαρτυρικό τέλος στο στρατόπεδο εξόντωσης της Τρεμπλίνκα, το γνωστό κολαστήριο για το οποίο μίλησαν ο Primo Levi και ο  Βασίλι Γκρόσμαν. Μέσα από την ευσύνοπτη αυτή βιογραφία, αναδύεται η κυρίαρχη ιδέα στη παιδαγωγική αντίληψη του Κόρτσακ: Το παιδί αποτελεί ακέραιη μορφή ζωής, ούτε καλύτερη ούτε χειρότερη ηθικά από αυτή του ενήλικα. Με τη διαφορά ότι οι μεγάλοι υπερέχουν σε δύναμη, ενώ το παιδί απομένει αβοήθητο σε ένα κόσμο που λειτουργεί στα μέτρα τους. Κι αυτό είναι το απόσταγμα της εμπειρίας του από τη συστηματική παρατήρηση και την εμπλοκή στη ζωή των παιδιών.

     Το βιογραφικό υλικό αναπλάθεται ελεύθερα, έτσι που να  αποφεύγεται μια σχολαστικιστική προσήλωση στην γραμμική περιοδολόγηση. Η επιλογή αυτή επιτρέπει την ευελιξία της αφήγησης που την κάνει πιο άμεση και παραστατική, καθώς επίσης τη δημιουργία ερμηνευτικών σχημάτων που φωτίζουν σκέψεις και πράξεις, που αποπειράται, με συνέπεια να φτάνει σε νέες προσλήψεις στο φαντασιακό του. Η ανασκόπηση της παιδικής του ηλικίας είναι διαρκής. Ανασύρει βιώματα με στοχαστική διάθεση, προκειμένου να κατανοήσει τις αντιδράσεις, τις επιθυμίες και την ιδιοσυγκρασία των νέων. Είναι ένας εν κινήσει παιδαγωγός, που επεξεργάζεται, καταγράφει, συμπεραίνει και πραγματοποιεί.

   Στη βιογραφία της Biewend συμπλέκονται αρμονικά, αν και διακριτά μεταξύ τους, το ιστορικό και εθνολογικό υπόβαθρο του 1878 ή 1879, έτους γέννησης έως την Τρεμπλίνκα του 1942, το συγγενικό status, με τη ψυχική νόσο του πατέρα, την πτώχευση της οικογένειας, τη γιαγιά που τον στηρίζει και η ανάπτυξη της υποκειμενικότητας του νεαρού Χένρικ, όπως διαμορφώνεται υπό το βάρος των συνθηκών μιας σκληρής εποχής. Ως μαθητής η φαντασία του συνθλίβεται από τα γρανάζια της τυπικής εκπαίδευσης, ενώ υπομένει στωικά τον καταναγκασμό και τη σοβαροφάνεια. Αντηρίδα ψυχικής ανθεκτικότητας η γιαγιά του, που τον ενθαρρύνει και τον εμπιστεύεται. Η αφήγηση εμπλουτίζεται με γλαφυρού ύφους σχόλια, όπως «η γιαγιά φάρος στην καταιγίδα […] για να  μη σβήσει το όνειρο μιας ηρωικής ζωής».

    Αδιάλειπτη είναι η παρουσία των μοτίβων της αγάπης και του θανάτου. Ο σεβασμός στο παιδί πρέπει να είναι δεδομένος και ανυπόκριτος, μακριά από τις αυταπάτες της συγκάλυψης ενός παραπτώματος από ένα άλλο παράπτωμα, της τυφλής υπακοής, της πειθαρχίας και του εξαναγκασμού. Ο Κόρτσακ αναγάγει τον σεβασμό σε δικαίωμα μέσα από το σύνολο του έργου του. Του δίνει έννομο αντίκρισμα μέσα από τους θεσμούς του παιδικού δικαστηρίου, του συμβολαιογραφείου και της αναγνώρισης της παιδικής περιουσίας. Είναι αυτός ο σεβασμός που λείπει από τους νέους όταν στρατολογούνται σε φασιστικά μορφώματα και ξεσπούν τη βία που έχουν εσωτερικεύσει σε ανθρώπους ανυπεράσπιστους. Η εποχή του Κόρτσακ ανατρέφει τέτοια παιδιά, που προορίζονται για τα  γρανάζια της ναζιστικής μηχανής, αλλά αυτός επιμένει στην αγάπη. Ο εκπαιδευτικός δεν είναι έξω από τις δυναμικές γραμμές που ορίζει το ψυχικό πεδίο του παιδιού. Επηρεάζεται και διεγείρεται. Εκεί ακριβώς εντοπίζεται η αυθεντικότητα με την οποία σχετίζεται μαζί του. Μεριμνά για τα όρια που θα κρατήσουν τον νεαρό άνθρωπο προστατευμένο από κινδύνους που απειλούν τη φυσική και ψυχική του υγεία, αλλά του είναι αδιάφορο ό,τι έχει να κάνει με τον καθωσπρεπισμό και τη βολή των μεγάλων.

     Κι ο θάνατος; Επιστρατεύει τις αμφιβολίες, την ανασφάλεια, τις παλινωδίες, τις καταθλιπτικές του βυθίσεις. Ο ίδιος κυκλοφορεί με χάπια στην τσέπη για να δραπετεύσει στην περίπτωση που δεν θα αντέχει πλέον την πραγματικότητα. Με την παρουσία του ο θάνατος τον αφυπνίζει μπροστά στο αδιέξοδο. Κάθε φορά έχει τη λύση. Δυστυχώς δεν είναι στο χέρι του να ακυρώσει τα προβλήματα. Παρόλα αυτά δεν παραιτείται. Η Γερουσία των Τρελών, θεατρικό έργο του 1930, μιλάει για όλα όσα θα γνωρίσει η ανθρωπότητα την επόμενη δεκαετία με το ολοκαύτωμα. Ο Κόρτσακ υπερασπίζεται το δικαίωμα του παιδιού στον θάνατο του. Παρατηρεί ότι οι μεγάλοι, με τον τρόπο τους, του στερούν την ελευθερία να δημιουργήσει, ανιχνεύοντας μόνο του τα όρια, μεριμνώντας για την αυτοπροστασία του, με απώτερο στόχο να  φτάσει στην αυτοπραγμάτωση. Καυτηριάζει αυτή τη νοοτροπία, τη θεωρεί καταστροφική και άδικη. Όταν βλέπει τα ορφανά να αργοσβήνουν στο γκέτο, κάνει ό,τι μπορεί για να τα κρατήσει στη ζωή. Του περνά, όμως, από το μυαλό και η ευθανασία. Την απορρίπτει αμέσως. Όπως κι αν το δει κανείς, πρόκειται για δολοφονία.

    Η πρώτη σελίδα της βιογραφίας ασχολείται με την πιθανή ημερομηνία της γέννησης και του θανάτου του. Δεν υπάρχει βεβαιότητα για το ένα ή το άλλο. Αυτό που συμβαίνει σε όλες τις υπόλοιπες σελίδες του βιβλίου, δεν είναι άλλο από μια συγκινητική κατάθεση των τρόπων που μετήλθε αυτός ο άνθρωπος για να μείνει στη ζωή, αντικρίζοντας καθημερινά τον θάνατο. Άλλοτε εύθραυστος και αδύναμος, άλλοτε ενθουσιώδης και φωνακλάς. Ποτέ όμως, απογοητευμένος, όπως δηλώνει η Biewend, με θαυμασμό. Έχει όλα τα χαρακτηριστικά του ήρωα. Δεν του λείπει το θάρρος, η ηθική κι η οξυδέρκεια, αλλά έχει και τη σκοτεινή πλευρά, αυτή της αμφιβολίας, του φόβου και της κατάθλιψης, όπως παρατηρεί ο Γ. Τσιάκαλος στον πρόλογο. Η αφήγηση προτάσσει το συναισθηματικό ιδεώδες του Κόρτσακ, δίνοντάς του μια ισότιμη θέση, μεταξύ άλλων αρετών της προσωπικότητάς του, όπως η επιστημοσύνη και η ηθική. Είναι φανερό ότι σε αυτό το ιδεώδες αποδίδεται η δέσμευση του στην «υπόθεση του παιδιού»: από τις παιδαγωγικές καινοτομίες της αυτοδιοικούμενης κοινότητας μέχρι  τον καθημερινό αγώνα να εξασφαλίσει ψωμί για τα ορφανά που αργοπεθαίνουν στο γκέτο. Απογοήτευση, όμως δε θα γνωρίσει. Μέχρι την τελευταία ημέρα δεν αμελεί τη ζωή, κοιτάζει τον ουρανό, περιμένοντας να περάσει κάποιος κορυδαλλός, ενώ ποτίζει τα λουλούδια. Κι όταν θα του δοθεί η ευκαιρία να δραπετεύσει με την ανοχή των δημίων του, πάλι η συναισθηματική δέσμευση τον κρατάει κοντά στα μελλοθάνατα ορφανά. Ο πόνος για τον πόνο που θα νιώσουν αν τα εγκαταλείψει δε λογαριάζεται.

   Παρακολουθούμε τη σκιαγράφηση της ζωής και του έργου ενός στοχαστικού παιδαγωγού, πολυσχιδούς, με πρωτόλεια καθαρότητα στο βλέμμα. Την κερδίζει με την ουσιαστική και ανυπόκριτη ψυχική συμμετοχή στο δράμα των παιδιών του. Ο Κόρτσακ αυτοαναλύεται, πενθεί και κερδίζει σε γνώση διώχνοντας το φάντασμα της πλάνης και της ματαιοδοξίας. Η συγγραφέας ανακαλύπτει και καταγράφει με ευαισθησία την ιδιαίτερη σημειολογία της ζωής και του έργου του, αφήνοντάς την να φτάσει στον αναγνώστη σαν ακρόαση μελωδίας με τα αργά και τα γρήγορα μέρη, την εσωτερικότητα και τις στιγμές μεγαλείου χωρίς ίχνος ψυχαναγκαστικού μεγαλοϊδεατισμού. Άλλωστε ο Κόρτσακ βρίσκεται στον αντίποδα, στην καταθλιπτική σφαίρα. «Δεν επιθυμώ κακό για κανέναν» γράφει σε μια από τις τελευταίες του σημειώσεις, πραγματική υπόμνηση στην αξία της ζωής, μιας ζωής που δεν έχει νόημα χωρίς τη συμπόνοια για τους άλλους.

 

Αναφορές

Κόρτσακ, Γ. (1982) Ο βασιλιάς Ματίας. (δίτομο) Αθήνα: Κέδρος.

Biewend, E. (2020). Αγαπώντας χωρίς αυταπάτες. Η ζωή και το έργο του Γιάνους Κόρτσακ. Θεσ/νίκη: Επίκεντρο.

Κόρτσακ, Γ. (2017). Το δικαίωμα του παιδιού στον σεβασμό. Αθήνα: Μεταίχμιο.

κορτσακ φωτο1.jpg
bottom of page